- ορκίνη
- ηχημ. κυκλική οργανική ένωση, γνωστή και ως 3,5-διυδροξυτολουόλιο ή μεθυλορεσορκίνη, που παρασκευάζεται με αποκαρβοξυλίωση τού ορκελλικού οξέος ή κατά τη ζύμωση και στη συνέχεια εκχύλιση ορισμένων λειχήνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεσορκίνη — η, Ν χημ. μονοκυκλική, αρωματική οργανική ένωση, διφαινόλη, που σχηματίζεται κατά την αποικοδόμηση σε αλκαλικό περιβάλλον πολλών φυσικών προϊόντων, όπως είναι π.χ. ορισμένες κομμεορητίνες, αποτελεί χημικό ενδιάμεσο κατά την παρασκευή εκρηκτικών… … Dictionary of Greek